κυτταριον

κυτταριον
    κυττάριον
    (ᾰ) τό маленькая ячейка Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κυτταριον" в других словарях:

  • κυττάριον — κυττάριον, τὸ (Α, Μ κυττάρι) [κύτταρος] μσν. ο πλακούντας, το ύστερο αρχ. υποκορ. τού κύτταρος* …   Dictionary of Greek

  • κυτταρίοις — κυττάριον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυττάρια — κυττάριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άριο — (AM άριον) κατάλ. ουδ. ουσιαστικών με επίδοση τόσο στην Αρχαία και Μεσαιωνική όσο και στη Νεοελληνική. Ειδικότερα, στην Αρχαία Ελληνική σχηματίστηκαν υποκοριστικά ουδ. σε άριον από ουσιαστικά με θ. σε αρ + υποκορ. κατάλ. ιον πρβλ. εσχάρα εσχάριον …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»